ἀλαπαδνοσύνη

ἀλαπαδνοσύνη
ἀλαπαδνοσύνη
feebleness
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλαπαδνοσύνη — ἀλαπαδνοσύνη, η (Α) [ἀλαπαδνός] αδυναμία, εξασθένηση …   Dictionary of Greek

  • αλαπαδνός — ἀλαπαδνός, ή, όν (Α) αυτός που εξαντλείται που καταβάλλεται εύκολα, ασθενικός, αδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. ρ. ἀλαπάζω*, με ανάπτυξη τού προσφύματος –δ αναλογικά προς επίθετα, όπως ἀκιδνός «ασθενής, αδύνατος», σμερδνός «φοβερός, φρικτός», κεδνός «επιμελής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”